Είναι μια από τις πιο κοινότοπες στιγμές της ψηφιακής καθημερινότητάς μας. Tα κάνουμε όλα σβέλτα, χωρίς ενστάσεις και εντελώς ανόρεκτα. Κι ακόμα, νιώθουμε έναν υποβόσκοντα, χαμηλής έντασης εκνευρισμό, που είναι τυπικός σε κάθε μικροκαθυστέρηση στη διεκπεραίωση εργασιών που εκτελούμε μηχανικά. Αυτό είναι το σταθερό «φόντο» της δικής μας κατάστασης κάθε φορά που υποβάλουμε την «υπεύθυνη δήλωσή» μας στις ιστοσελίδες του διαδικτύου ότι δεν είμαστε ρομπότ.


Σίγουρα πρόκειται για μια υπεύθυνη δήλωση «ανέμελη». Δηλαδή, χωρίς νομικές συνέπειες σαν την κανονική. Ωστόσο, είναι μία δήλωση στην οποία προβαίνουμε επειδή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν εκβιασμό: χωρίς αυτήν – δυστυχώς για εμάς- το αίτημά μας προς το ψηφιακό σύστημα δεν θα ληφθεί καν υπόψιν του. Θα έχουμε απορριφθεί...


Αν θέλαμε να είμαστε επιεικείς προς τον εαυτό μας που συναινεί τόσο συχνά, τόσο αδιαμαρτύρητα και τόσο απερίσκεπτα στο να αποδεικνύει αυτό που θεωρεί αυτονόητο, θα ταίριαζε να την λέμε «ανεύθυνη δήλωση» ή ίσως και «απλά φιλότιμη δήλωση». Και οι δύο αυτές ονομασίες θα ήταν κατάλληλες αν έπρεπε να επιλέξουμε έναν ευφημισμό για την παραδοχή μας ότι δεν είμαστε ρομπότ.


Ο εν λόγω ευφημισμός θα όφειλε να στέκεται στο ύψος της μικροκλίμακας των διαδικασιών που ακολουθούνται απαρέγκλιτα κάθε φορά. Ποτέ δεν μας βαραίνουν αισθητά, μας παγιδεύουν όμως σε ένα δίχτυ υφασμένο από πολλά μικρά διλήμματα ηθικής τάξεως, όπως είναι, για παράδειγμα: το γιατί να δηλώσω κάτι για μένα σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα που μου είναι άγνωστο, ή το γιατί το σύστημα αυτό με εκβιάζει να του απαντήσω και δεν μου αφήνει το περιθώριο να αρνηθώ. Ή ακόμη – και μάλλον αυτό πρέπει να είναι το επιτακτικότερο από τα ηθικά διλήμματα που προσπερνάμε γρήγορα - γιατί αποδέχομαι να παρασυρθώ και να υποβληθώ σε μια μικρή δοκιμασία (για παράδειγμα, το να αναγνωρίσω γράμματα και αριθμούς με στρεβλωμένες τις μορφές τους ή πόσες μεταξύ των φωτογραφιών που μου προτείνονται δείχνουν π.χ. ποδήλατα ή σήματα κυκλοφορίας κλπ). Κι όλα αυτά συμβαίνουν για να διεκδικήσω με την εν λόγω δήλωσή μου αυτό που εγώ, έτσι κι αλλιώς, θεωρώ αυτονόητο για μένα. Δηλαδή, το ότι είμαι άνθρωπος και ανθρώπινος – δύο ιδιότητες διακριτές και θεωρητικά αχώριστες, που, σήμερα, συχνά αποδίδονται διαμιάς με την νέας κοπής λέξη: «ανθρωπινότητα».


Όλες αυτές οι μικρές διερωτήσεις προς εαυτόν, που τρώνε τη σκόνη μας, καθώς κινούμαστε μόνο ταχύτερα στη λεωφόρο της ψηφιακής καθημερινότητας, ίσως τελικά αποδειχθεί ότι είναι ένα αποτελεσματικό βοήθημα για εμάς. Ειδικά τώρα, που βρισκόμαστε ενώπιον της τεχνολογικής καμπής που σχηματίζεται και γιγαντώνεται από την υπερανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.


Όλες οι πηγές πληροφόρησης την παρουσιάζουν ως έναν Γολιάθ που κατευθύνεται προς το μέρος μας για να επιβάλει στην ανθρωπινότητά μας τον ρόλο ενός Δαυίδ που δεν έχει άλλες επιλογές από το ή να νικήσει ή να χαθεί.

Ίσως αυτές οι μικρές διερωτήσεις λοιπόν να είναι το έλασσον που αντανακλά το μείζον και που, χάρη στην μικρότερη κλίμακά του ως έλασσον, να γίνεται πιο εύληπτο και άρα πιο πρόσφορο για να αναγνωρίσουμε τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία του. Κι έτσι, αφού τα αναγνωρίσουμε, να ερμηνεύσουμε το επελαύνον μείζον.


Γιατί, είναι γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι εδώ. Και πλησιάζει προς το μέρος μας, σαν ένας μπαμπούλας που έχει ξεπηδήσει από το σύμπαν μιας μοδάτης και ολοκαίνουργιας μυθολογίας.


Πρόκειται για μια σοφά κατασκευασμένη μυθολογία που περιέχει μπόλικη κινδυνολογία για να έλκει την προσοχή μας, άλλη τόση επιστημονική φαντασία για να κεντρίζει το ενδιαφέρον μας με τον τρόπο που το πετυχαίνουν οι ταινίες τρόμου, και τέλος, περιέχει όλη την διατιθέμενη καινοτομία, ώστε να πείθει πως αυτό που τώρα ηχεί ακόμα σαν να είναι το θρυλούμενο, θα είναι σίγουρα και το μελλούμενο.


Στα μίντια, η τεχνητή νοημοσύνη είναι σήμερα η «μαγιά» για να «φουσκώνει» όλο και περισσότερο μια επαναλαμβανόμενη ειδησεογραφική γκάμα που πηγάζει από αυτήν την κατασκευασμένη μυθολογία. Η ανάγκη για μια τέτοια «φούσκα» προέρχεται από το ότι εδώ και πολλά χρόνια η ειδησεογραφία παρουσιάζεται με δομή θεάματος.


Ως εκ τούτου, ακολουθεί πιστά τις τεχνικές δημιουργίας σασπένς, εντάσεων και εκτονώσεων που μας παρέχει η κλασική μυθοπλασία, όπως αυτή έχει αναζωογονηθεί από τις φρέσκιες μόδες που ακολουθεί η παραγωγή των show business. Έτσι, εν μέσω της υπόλοιπης ζοφερής επικαιρότητας, το δημοσιογραφικό θέμα «τεχνητή νοημοσύνη» αποτελεί κάθε φορά που παρουσιάζεται ένα ευχάριστο ιντερμέδιο ανάπαυλας κι ας χαρίζει  ανατριχίλες. Παρ’ όλ’ αυτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι ως θέμα των ειδήσεων διαθέτει και μια βάση αλήθειας.


Επιπλέον, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι ακριβώς επειδή διαθέτει πραγματική βάση αλήθειας, η τεχνητή νοημοσύνη –αν και ετών σχεδόν εβδομήντα- είναι η λαμπερή ενζενί, στο νέο λαχταριστό επεισόδιο του ατέρμονου σήριαλ της «ρομαντικής κομεντί» που συνιστά η σχέση του ανθρώπου με τις μηχανές που κατασκευάζει.


Ο όρος «ρομαντική κομεντί» δεν αξιοποιείται εδώ ως εφέ που παράγει μια γουστόζικη παραδοξολογία, αλλά επειδή περιγράφει με ακρίβεια την περίσταση. Είναι κάτι που εξακριβώνεται ανατρέχοντας στη σχετική περιπτωσιολογία που έχει καταγραφεί από την εποχή του Λεονάρντο ντα Βίντσι -αν όχι και παλαιότερα. Με κάθε τέτοια αναδρομή στις ιστορικές περιπτώσεις διαπιστώνει κάποιος εύκολα τις αντίρροπες απαιτήσεις μεταξύ του ανθρώπου και των μηχανών που ο ίδιος κατασκευάζει. Και παρατηρεί ότι είναι ακριβώς ίδιες με τις απαιτήσεις, τις παρεξηγήσεις και τις υπεκφυγές που ταλαιπωρούν ένα ερωτευμένο ζευγάρι κατά τη διάρκεια της «ανώριμης φάσης» τους, κατά την οποία αρνούνται να υποταχτούν στην ιδέα ότι «εμείς οι δυο είμαστε ένα».


Εν κατακλείδι, το πρόβλημα που καθιστά περίπλοκη τη σχέση των ανθρώπων με τα μηχανήματα που κατασκευάζουν είναι ότι ο μεταξύ τους έρωτας υπάρχει, αλλά όχι και η αγαλλίαση που είναι ικανός να προσφέρει, εξαιτίας ενός ασταμάτητου αγώνα για επιβολή του ενός στον άλλο.


Είναι κάτι που ισχύει για όλες τις μηχανές που φτιάχνει ο άνθρωπος – πόσο μάλλον για τα ρομπότ, τα οποία επινοεί με σκοπό, πέρα από όλους τους υπολογισμούς που είναι σχεδιασμένα να κάνουν,να παίζουν με ανθρωπόμορφη χάρη και τον ρόλο του υποταγμένου και υπάκουου υπηρέτη του.


Ταυτόχρονα όμως, ο άνθρωπος φαντασιώνεται και τον δικό του αφανισμό από αυτά. Από μια άποψη αυτό αντικατοπτρίζει την ψυχολογία του μεγάλου Χουντίνι, που δενόταν με αλυσίδες για να απολαύσει (μαζί με το κοινό του) τα επινίκια της απελευθέρωσής του από τα δεσμά με τα οποία ο ίδιος είχε ακινητοποιήσει τον εαυτό του. Με ανάλογους όρους, ο άνθρωπος θα αποδεσμεύεται πάντα και από τα ρομπότ που κατασκευάζονται με προδιαγραφές που περιλαμβάνουν και την ικανότητά τους να τον απειλούν. Αλλά, πέρα από τα σύνδρομα παραγωγής τεχνητής ανατριχίλας, υπάρχει στον άνθρωπο κι εκείνη η πολύ πιο σκοτεινή όρεξη του να αλωθεί. Είναι μια πτυχή έμφυτη στην ανόθευτη ανθρωπινότητα. Και κατάγεται αταβιστικά από την εποχή του ρομαντισμού. Εξάλλου, η ιστορία της ανθρωπότητας και του πολιτισμού θα το επιβεβαίωνε με σωρό παραδειγμάτων: όπως οι περισσότεροι υπηρέτες στο παρελθόν, έτσι και τα ρομπότ ως υπηρέτες –εξαιτίας αυτού του ρόλου τους-  κάποια στιγμή, θα επαναστατήσουν ακόμη κι αυτά για να ταπεινώσουν τους εφευρέτες τους και με τον τρόπο αυτό να τους προσφέρουν την απόλαυση της άλωσής τους. Αν αυτενεργούσαν τα ρομπότ θα μπορούσαν να προσφέρουν μια πραγματικά απολαυστική άλωση στον άνθρωπο. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, φημολογείται μεν ότι χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη θα αυτενεργούν, αλλά και δεν παρέχεται κάποια εγγύηση ότι αυτό θα συμβαίνει. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος που ενδεχομένως να συνιστά για τον άνθρωπο η τεχνητή νοημοσύνη, εκπορεύεται -προς το παρόν, τουλάχιστον- από τον άλλο άνθρωπο ο οποίος κατασκευάζει τα ρομπότ που θα απειλούν τον άνθρωπο.


Πέρα όμως από αυτήν την μακροσκοπική θεώρηση των πραγμάτων, οφείλει να επανέλθει κάποιος και στις προοπτικές για την τεχνητή νοημοσύνη στο πιο άμεσο μέλλον. Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, αξίζει  να σταθεί κανείς στο ότι οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι είναι, κατά κανόνα, πολύ πιο ευαίσθητοι στο να αναγνωρίζουν και να αποτιμούν την κατάσταση, κάθε φορά που προκύπτει μια ουσιαστική πολιτισμική μεταβολή. Για κείνους λοιπόν, η τεχνολογία ειδικότερα υπήρξε και είναι πάντα ένα πολύ κοφτερό δίκοπο μαχαίρι. Αφενός θεωρούν ότι είναι η πιο γρήγορη λεωφόρος προς την ουτοπία και αφετέρου, ότι ταυτόχρονα είναι και ο πιο σωστός δρόμος για την δυστοπία.


Για τον λόγο αυτό, δεν είναι παράξενο το ότι είναι διχασμένοι και τώρα, εξαιτίας της προόδου της τεχνητής νοημοσύνης. Τους είχε ξανασυμβεί στον ίδιο βαθμό και πριν από 40 χρόνια, όταν, στη Δύση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ξεκινούσαν να εισβάλουν μαζικά στην καθημερινή ζωή και οι καλλιτέχνες διέκριναν από την πρώτη στιγμή ότι το νέο μέσο είχε τη δύναμη –και την προοπτική- να αναδιατυπώσει και να επαναπροσδιορίσει τα όρια και τους κανόνες της δημιουργικής δραστηριότητας.


Αυτή είναι και τώρα η αγχογόνος εστία που τους κάνει να αγωνιούν: θα περάσει άραγε η δημιουργική καλλιτεχνική ικανότητα από τα χέρια τους στους αλγορίθμους της ακμάζουσας τεχνητής νοημοσύνης, όπως το προαναγγέλλουν οι φωνές που διατείνονται ότι κατέχουν το χάρισμα της ορθομαντείας στα περί των εξελίξεων στην τεχνολογία;


Δεν αποκλείεται, απαντούν οι περισσότεροι. Κατά κύριο λόγο, το υποστηρίζουν όσοι γνωρίζουν καλύτερα και από πρώτο χέρι ότι ο άνθρωπος-κατασκευαστής που οικοδόμησε τον ανθρώπινο πολιτισμό είναι πια κάτι μάλλον υποδεέστερο από αυτό για το οποίο τον έπλασε η φύση. Επειδή έχει εκπέσει στο status ενός απλού επιστάτη που ελέγχει ή διευκολύνει την εκτέλεση των εργασιών, τις οποίες κανονικά θα έκανε εκείνος, αλλά πλέον τον αντικαθιστά το υψηλής τεχνολογίας εργαλείο που εφηύρε και το οποίο εκείνος μόνο χειρίζεται και συχνά αγνοώντας πως λειτουργεί ο μηχανισμός του.


Αφού λοιπόν βρισκόμαστε σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της «φιλικής προς τον χρήστη» terra incognita, γιατί να μην μετατοπιστούν όλα και προς το αμέσως επόμενο στάδιο, στο οποίο οι ανάγκες για δημιουργικό πνεύμα θα καλύπτονται πλήρως από την εξελιγμένη μηχανή;


Ο φόβος των καλλιτεχνών είναι δικαιολογημένος από διάφορα γεγονότα, όπως είναι για παράδειγμα το ότι μια πλειάδα ανθρώπων που εμπλέκονται με τον ένα ή άλλο τρόπο στην περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης ζήτησαν παύση των ερευνών, προκειμένου να βρεθεί ο χρόνος για να συναποφασιστεί μια παγκόσμια κανονιστική ρύθμιση της προόδου τους.


Το ζήτημα είναι επείγον, έλεγαν οι ειδήμονες, στον ίδιο βαθμό που θα ήταν σοβαρή απειλή για την ανθρωπότητα μια νέα πανδημία ή ένας γενικευμένος πυρηνικός πόλεμος.


Αν πράγματι κατευθυνόμαστε προς έναν τόσο μελοδραματικό χαμό της ανθρωπινότητας, που ακριβώς βρίσκεται το κακό; Ας επέλθει το τέλος. Αν στα τέλη του 19ου αι. ο θεός πέθανε στα χέρια του ανθρώπου, γιατί να μην πεθάνει τώρα και ο άνθρωπος στα χέρια των ρομπότ του, που ο ίδιος, ως εάν ήταν θεός, δημιούργησε;


Η συμβολική «πατροκτονία» διέπει εξαρχής τον δυτικό πολιτισμό και ως θεμελιώδης μηχανισμός ανασυγκρότησης και διαιώνισης των κοινωνιών έχει μέχρι τώρα να επιδείξει σημαντικά αποτελέσματα στη συντήρηση τους.


Το μόνο κρίμα είναι ότι ίσως να μην επιζήσουμε για να μας δινόταν η ευκαιρία να γνωριζόμασταν και από κοντά με την μετα-ανθρωπινότητα. Θα είναι πραγματική ατυχία να χαθούμε έχοντας μείνει μόνο σε υποθέσεις και εικασίες για το πώς αυτή θα είναι.

Κι αν καταλήξουμε τελικά στον αφανισμό μας, αυτό με ποιον τρόπο θα συμβεί; Θα υπάρξει άραγε βακχική σφοδρότητα και βία στην καταστροφή μας ή μήπως θα κυλήσουν όλα αργά και ήσυχα, ακολουθώντας κάποιο είδος εκφυλισμού μας; Τι θα ήταν πιο σωστό να φανταστούμε;


Το λογικότερο θα ήταν μάλλον να υποθέσει κάποιος μία απαλή κι ανώδυνη μετάβαση, αντί για κάποιο μακελειό. Ας πούμε, ότι όλα θα συνέβαιναν σαν να ακολουθούσαν την περίφημη μέθοδο «όχι πια δάκρυα». Αυτό θα επέτρεπε σε μας τους απερχόμενους να παραμείνουμε ευσυνείδητοι και αξιοπρεπείς καταναλωτές μέχρι το τέλος. Κι έτσι η απουσία μας δεν θα προκαλούσε ούτε καν ελαφρές αναταράξεις στην οικονομία που την θα διαχειρίζονταν πλέον οι μετα-ανθρώπινες υπάρξεις.


Αλλά και έτσι αν εξελιχθούν τα πράγματα, ποιο θα ήταν εκείνο το κρίσιμο σημείο καμπής που θα σηματοδοτούσε την έναρξη του τέλους της δικής μας φυσικής ανθρωπινότητας; Ως προς αυτό, μια λογική απάντηση θα ήταν ότι όλα θα είναι ανεπαίσθητα και ήσυχα. Θα φύγουμε εν μέσω γενικής βουβαμάρας, όπως αρμόζει σε μια διαδικασία ευθανασίας. Οικειοθελώς ο κάθε ένας και με το πάσο του. Και πάνω απ’ όλα χωρίς να θυμόμαστε το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας αποδημίας μας. Όπως ακριβώς δεν θυμόμαστε καθόλου τη στιγμή που είπαμε, θυμωμένοι και από μέσα μας, «μα, φυσικά και δεν είμαι ρομπότ».


Και από τότε, καταπίνοντας -στο όνομα μιας πρακτικότητας- τις αντιδράσεις μας στη μομφή ότι θα μπορούσαμε να είμαστε ρομπότ, γλιστρήσαμε στον πόλο της απάθειας που είναι το να συμπληρώνουμε μηχανικά, εσπευσμένα και ασυλλόγιστα στο τετραγωνάκι ότι δεν είμαστε ρομπότ.



Το ρελέ ασφαλείας έχει ήδη πέσει κι ήταν η λέξη «φυσικά» - ο ακριβής ηλεκτρονόμος της ανθρωπινότητας.


Γιάννης Κωνσταντινίδης